πομα

πομα
    πόμα
    атт. πῶμα -ατος τό [πίνω]
    1) напиток, питье Her., Eur., Xen. etc.
    

βότρυος ὑγρὸν π. Eur. — виноградный сок, т.е. вино

    2) влага, вода (sc. τῶν ποταμῶν Aesch.)
    3) возлияние
    

(αἵματος Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πομα" в других словарях:

  • πόμα — nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμα — ατος, τὸ, Α 1. βλ. πῶμα (II) 2. το φυτό φοίνιξ* 3. μτφ. άσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω* (πρβλ. ποτός, πόσις) + κατάλ. μα (πρβλ. πῶμα)] …   Dictionary of Greek

  • πόμ' — πόμα , πόμα nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόματα — πόμα neut nom/voc/acc pl πόμα masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομάτεσι — πόμα dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομάτων — πόμα gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμασι — πόμα dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμασιν — πόμα dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόμασσι — πόμα dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόματι — πόμα dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόματος — πόμα gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»